Ήθη & Έθιμα
Τα ήθη, τα έθιμα και οι παραδόσεις του ελληνικού λαού προέρχονται κυρίως από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο και συνδέονται συχνά με τη χριστιανική θρησκεία. Έχουν δεχτεί, επίσης, επιδράσεις από τους διάφορους κατακτητές και από τους γειτονικούς λαούς. Σχετίζονται, μάλιστα, στενά με την Οικιακή Οικονομία, μια και αφορούν την καθημερινή ζωή του ανθρώπου και της οικογένειας. Συγκεκριμένα, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
Την πρώτη αποτελούν εκείνα που έχουν σχέση με το λεγόμενο κύκλο της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή με τους τρεις σπουδαιότερους σταθμούς της ζωής του ανθρώπου: τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο. Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούν τα ήθη και τα έθιμα που συνδέονται με το λεγόμενο κύκλο του έτους, δηλαδή με τις ασχολίες των ανθρώπων και με τις θρησκευτικές γιορτές στις τέσσερις εποχές του χρόνου. Με όλα αυτά συνυπάρχουν και έθιμα που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα, όπως τα έθιμα της Αποκριάς.
Στην εποχή μας ήθη εξακολουθούν να υπάρχουν, έστω κι αν πολλά από αυτά είναι διαφορετικά από εκείνα των παλαιότερων χρόνων. Δε δημιουργούνται όμως πια νέα έθιμα, ενώ και τα παλαιά συχνά σβήνουν, εξαιτίας του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ωστόσο, παρατηρείται η τάση να αναβιώνουν ορισμένα τοπικά έθιμα, κυρίως τα πιο θεαματικά, συνήθως για τουριστικούς για ψυχαγωγικούς λόγους. Η αναβίωση αυτή παραμένει επιφανειακή, καθώς η αρχική σημασία των εθίμων έχει ξεχαστεί. Γεγονός είναι πάντως ότι αυτά επιζούν, γιατί αρέσουν και ευχαριστούν το σύγχρονο άνθρωπο.
<<Μπερπελούσα>>
Πρίν μπουν οι τσιμεντένιοι αύλακες και τα αντλιοστάσια για να ποτίζονται τα χωράφια απο τη λίμνη, οι αγρότες στηρίζοταν στην βροχή και μόνο. Αν είχε ανομβία, όλα τα σπαρτά θα πήγαιναν χαμένα κι αυτό αποτελούσε μεγάλο πλήγμα για την οικονομία του χωριού, το οποίο κυρίως ζούσε από τη γη. Υπήρχε ένα παμπάλαιο έθιμο στο χωριό, για ΄αυτήν την περίσταση η <<Μπερμπελούσα>>.
Στόλιζαν ένα νέο κορίτσι με ένα είδος αναρριχώμενου λουλουδιού από το κεφάλι μέχρι τα πόδια και το ονόμαζαν <<Μπερμπελούσα>> και το περιτριγύριζαν στους δρόμους και στις γειτονιές του χωριού τραγουδώντας”
<<Μπερπελόυσα λυγερή,
το θεό παρακαλεί,
για να πιάσει μια βροχή>>
Τη <<Μπερμπελούσα>>, καθώς την περιέφεραν, την κατέβρεχαν και την έκαναν μούσκεμα ολόκληρη. Έτσι οι χωριανοί παρακαλούσαν τον θεό να τους χαρίσει μια βροχή και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι προσεύχες τους εισακούγονταν. Αν η αναβροχιά παρ΄ολες τις επικλήσεις παρέμενε, όλοι περίμεναν υπομονετικά μέχρι ο ουρανός να ποτίσει τη γη.
<<Αδελφοπτές>>
Ένα παλιό έθιμο ήταν και οι << Αδελφοπτές >>{η λέξη προέρχεται από σύμπυξη του όρου αδερφοποιητές}.Ένα δύο αγόρια και τέσσερα με πέντε κορίτσια πήγαιναν στήν εκκλήσια ,όπου ο παπάς τούς δίαβαζε μια ειδικη ευχή {Σεργίου και Βάκχου} από τότε θα ήταν σαν αδέρφια.
Το Πάσχα θα αντάλλαζαν δώρα.Τα αγόρια θα έκαναν σε κάθε κορίτσι δώρο από ένα άσπρο φακίολι και τα κορίτσια θα δώριζαν κάλτσες στα αγόρια.Τα αγόρια έπρεπε να προσέχουν τα κορίτσια και δεν έπρεπε να παντρευτούν μεταξύ τους.
Γενικά επιβαλλόταν να συμπεριφέρονται σαν πραγματικά αδέλφια για όλη τους τη ζωή.Το έθιμο αυτό ήταν παμπάλαιο και η δική μου η γενιά δεν το πρόλαβε, αλλά ακόμη θυμάμαι τους μεγαλύτερους χωριανούς που μιλούσαν για αυτό.
Ήθη & Έθιμα
Τα λαζαρούδια του κάμπου στις γειτονιές των Γιαννίνων
Η Άνοιξη είναι η εποχή που η μοσχοβολημένη φύση γεννάει, η πλάση δημιουργεί, καρποδένει και χαίρεται. Έρχονται οι πελαργοί, τα χελιδόνια, και όλοι οι πρόσφυγες των κλιματικών αλλαγών για να ξεκαλοκαιριάσουν στην πανέμορφη πατρίδα μας. Η κακοκαιρία τα ξεριζώνει από το τόπο τους και το ένστικτο της αυτοπροστασίας τα οδηγεί προς τα δω.
Κάπου εκεί στα μέσα αυτής της εποχής και στην αρχή της Σαρακοστής, τα δασκαλοπαίδια των μεγαλύτερων τάξεων του χωριού, ετοιμάζονται για το λάζαρο. Μαζεύονται στους μαχαλάδες και φτιάχνουν τις ομάδες για να πουν τα τραγούδια των ημερών. Συζητάνε για τα κυπριά, τα κουδούνια, πόσα και πόσο μεγάλα θα είναι, από ποιόν τσέλιγκα θα τα δανειστούν, πού θα βρουν κυπροσανίδα, πώς θα τα καρφώσουν, ποιός θα τους δώσει κρανόξυλο για να την στηρίξουν, ποιοί θα πάνε στο μοναστήρι να προμηθευτούν βάγια για να στολίσουν το σταυρό και άλλα πολλά.
Ο Φώτης, ένα από τα καλύτερα λαζαρούδια στο χωριό, έχει κυπριά από τα πρόβατα του παππού του. Δυο μεγάλα δίγλωσσα και δυο μικρότερα μονά. Κάθε χρόνο καταφέρνει να ταιριάξει τους ήχους. Έχουν πολλά γκεσέμια στο κοπάδι, οι βοσκοί ξέρουν από λάλημα κυπριών και του διαλέγουν τα καλύτερα. Ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά τα λαζαροτράγουδα και έχει καθαρή και δυνατή φωνή. Τα βράδια παίρνει την παρέα του, τρία-τέσσερα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς και πηγαίνει στην πάνω Χάϊδω, μια όμορφη σιαδιά, δίπλα από το εκκλησάκι του Αϊ -Λια. Εκεί, κάτω από την λαγαρή φεγγαράδα και ανάμεσα από την μαγεία της ανοιξιάτικης νύχτας και τη μυρουδιά του θυμαριού αρχίζουν τις πρόβες. Η φωνή των παιδιών τις πρώτες βραδιές είναι δυνατή αλλά ασυντόνιστη. « Ο Λάζαρος απέθανε εδώ και τρεις ημέρες, τρεις μέρες ήταν άρρωστος, τρεις μέρες πεθαμένος,» λέει το τραγούδι. Ο ήχος των κυπριών βαρύς, καθαρός, έχει ρυθμό και ακούγεται σ’ όλο το χωριό.
Μετά το σούρουπο, μόλις θαμπώσει για τα καλά, άλλες παρέες ανταμώνουν στον πέρα μαχαλά, είναι η κομπανία του Αριστείδη. Εκεί στο ύψωμα του Αϊ -Θανάση κάτω από την τσαπουρνιά, κάνουν αντίπραξη στους ήχους των άλλων με κυπροκούδουνα. Η λαζαροσανίδα τους, κεντημένη με μεράκι, έχει καρφωμένα πάνω της δυο κυπριά μπροστά και δυο κουδούνια στην πίσω σειρά, όλα παρμένα από το κοπάδι του σπιτιού. Τα διάλεξε ο ίδιος ο πατέρας του που κατέχει από ήχους κουδουνιών. Ένα μεγάλο κυπρί, ένα μεσαίο και δυο μικρά κουδούνια είναι ο καλύτερος συνδυασμός για λαζαροκυπροκούδουνα. Αρχίζουν το τραγούδισμα τα παιδιά του Αϊ -Θανάση, κάτω από την αστροφεγγιά, δίπλα στα μνήματα, παρέα με τ’ αναμμένα καντήλια, χωρίς να φοβούνται τους πεθαμένους και τα φαντάσματα της νύχτας. Λένε το «κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο……… Χριστέ μου ποιος σε σταύρωσε και είσαι σταυρωμένος ……….Οι άνομοι και τα σκυλιά και τρεις καταραμένοι».
Σταματάνε για λίγο τα λαζαρούδια του Αϊ -Λια και ακούνε με προσοχή τα τραγούδια των παιδιών του Αϊ -Θανάση. Ξεκουράζονται οι παρέες του Αϊ -Θανάση και αρχίζουν τα λαζαρούδια του Αϊ -Λια. Τραγούδια λυπητερά, μιλάνε για το Λάζαρο, το Χριστό, το σταυρό, τα καρφιά, τον τάφο του, τη Μάρθα και τη Μαρία. Παλιά λαζαροτράγουδα, ανασυρμένα από τα ξεκλειδωμένα σεντούκια της παράδοσης. Οι χωριανοί ανοίγουν τα πορτοπαράθυρα βγαίνουν στις αυλές, ακουμπάνε στα πέτρινα πεζούλια και ακουρμένονται με ευχαρίστηση τα λαζαροπαίδια που τραγουδάνε. Οι παλιότεροι θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια, κάνουν συγκρίσεις και προσπαθούν να ταυτίσουν πρόσωπα και φωνές με το σήμερα και το χθες. Στις φλέβες, μαζί με το αίμα, κυλούν και οι μνήμες. Δεν τελειώνεις εύκολα με τα τρανταχτά γεγονότα της νιότης και όσο εσύ πιστεύεις πως τα σβήνεις, εκείνα δεν φεύγουν.
Τα λαζαροπαίδια ή τα λαζαρούδια, όπως επικράτησε να τα λέει ο απλός κόσμος, την παραμονή του Λαζάρου, φέρουν γύρα το χωριό και τραγουδάνε σε κάθε αρχοντικό αλλά και σε κάθε φτωχικό κονάκι. Ανήμερα της γιορτής πάνε στα Γιάννενα, γυρίζουν τις γειτονιές του Κάστρου, του Κουρμανιού, της Σιαράβας, τα ξυλάδικα, τα μανάβικα, τα μπακαλιά, τα εμπορικά της αγοράς και λένε το λάζαρο. Με ρυθμό κουνάνε την κυπροσανίδα και με μελωδική φωνή τραγουδάνε. Τα φράγκα, τα δίφραγκα, και κάπου-κάπου τα πεντάδραχμα γεμίζουν τις τσέπες των παιδιών. Οι Γιαννιώτες τα καλοδέχονται. «Από πού είστε καλόπαιδα», φωνάζει κάποιος μαγαζάτορας στα λαζαρούδια. «Από τον κάμπο απέναντι», απαντούν τα λαζαροπαίδια, «ήρθαμε από το πρωί στο λιμάνι της Σκάλας, με την πρώτη βάρκα, να σας πούμε το λάζαρο, να σας ευχηθούμε καλό Μεγαλοβδόμαδο και καλή Ανάσταση. Τα ξέρουμε όλα τα τραγούδια. Τα τραγουδάμε, μέρες τώρα, τα βράδια στο χωριό».
Το κορμί τους ανάβει από τα τρεχάματα, γιατί πρέπει να προλάβουν να χτυπήσουν κ’ άλλες πόρτες μέχρι το μεσημέρι. Ο ιδρώτας στάζει και το αίμα τους κοχλάζει από το πολύ γκεζέρισμα. Η φωνή τους βραχνιάζει από το ρυθμικό νανούρισμα των πένθιμων τραγουδιών. Με τα κυπριά παραμάσχαλα γυρνάνε στους δρόμους και τα στενοσόκακα λέγοντας αλησμόνητα τραγούδια που κρατάνε ακόμα ζωντανή την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας. Τραγουδάνε για το Θεό τους, τον αναστημένο Λάζαρο, το σταυρωμένο Χριστό τους. Θα τα πούνε στο Δήμαρχο, το Νομάρχη, στους παπάδες της Μητρόπολης και, αφού κάνουν τα ψώνια τους από το χαρτζιλίκι που μάζεψαν, γυρίζουν με την τελευταία βάρκα από τα Γιάννενα στο καμποχώρι κουβαλώντας εμπειρίες. Μολογάνε ιστορίες, σχολιάζουν εικόνες, πράγματα και καταστάσεις από το ολοήμερο, ασιγούρευτο σεργιάνισμα στην όμορφη μεγαλούπολη. Τα μικρότερα της παρέας, ίσως να νταραβερίζονται και για πρώτη φορά με τα λαζαρούδια Έχουν όμως εμπιστοσύνη στα μεγαλύτερα που πήγαν και πέρυσι και πρόπερσι. Είναι θαρραλέα και περήφανα παιδιά. Δεν διστάζουν να ζητήσουν να πουν το λάζαρο, δεν αισθάνονται αμήχανα γιατί δεν φοράνε καλά ρούχα, ούτε άβολα που κατάγονται από χωριό .Είναι οι νοικοκυρεμένοι μικροί ονειροπόλοι, οι ταξιδιώτες του εθίμου, οι χαμογελαστοί τροβαδούροι της παράδοσης. Έχουν καλούς γονείς και άριστους δασκάλους, έμαθαν από το σπίτι και το σκολειό τους τρόπους συμπεριφοράς, έχουν αξιοπρέπεια και εκπέμπουν ένα αγνό επαρχιώτικο ήθος, μια αληθινή ευγένεια.
Είναι οι νεολαίοι που σε λίγο θα αφήσουν τον τόπο τους και θα πάνε σ’ ένα από τα γυμνάσια της πόλης να μάθουν γράμματα και να μορφωθούν, τέχνες για να ζήσουν καλύτερα. Θα μπορούν από δωδεκάχρονα να πλένουν, να μαγειρεύουν, να πορεύονται μόνα τους. Είναι παιδιά έξυπνα, με πείσμα και θέληση για να αλλάξουν τη ζωή τους. Μακάρι η Παναγία να βοηθήσει αυτούς τους μικρούς λαμπαδηδρόμους της παράδοσης να βρουν κουράγιο και δύναμη για να εκπληρώσουν τα όνειρά τους.
Δημήτρης Μ. Φίλιος
Οικονομολόγος Καθηγητής Δ/θμιας Εκπ/σης