Η παλιά Εκκλησία

Ο Ιωάννης Λαμπρίδης στο τεύχος Α’, στα κεφάλαια εκκλησιαστική διοίκηση και Μονές στις σελίδες 57 και 58 γράφει: <<Μέχρι το 516 μ.χ αναφέρεται η Επισκοπή Δωδώνης, στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού στην Ήπειρο.Στη Σύνοδο του 789, της Κωνσταντινούπολης, αναφέρεται η Επισκοπή Ιωαννίνων. Και ερωτάται ο συγγραφέας, για 363 χρόνια πού ήταν ο Καθεδρικός Ναός της Επισκοπής; Λέγεται ότι κατ΄αρχάς συνέστη στο χωριό Αρδομίστα (σημερινές Λογγάδες) σε απόσταση μισής ώρας πλού από τα Ιωάννινα προς Α. δια του Πόρου (περιοχή των Λογγάδων παλιό λιμάνι).

Στο Άγιο Βήμα του Ναού του Χωριού, υπάρχει λίθινο σύνθρονο. Επίσης υπάρχουν και δύο επιγραφές, η μία πάνω σε λίθο, στο μεσημβρινό τοίχο και φέρει τα γράμματα <<ΕΜΕΡΕ>>, <<Μ.Ε>, <<ΕΤ.δ.ρ.λ>> που τα τελευταία δηλώνουν (………), που συμπίπτει με την εποχή που καταστράφηκε η Δωδώνη. (Σημ. Η Δωδώνη καταστράφηκε από τους Γότθους το 550 υπό τον Τοτίλα). Η άλλη επιγραφή είναι γραμμένη μέσα στο Νάρθηκα με στοιχεία ΑΧΝΕ (1655), Την εποχή που ανακαινίστηκε ο Ναός πιο μεγαλόπρεπος. Κατά την περίοδο αυτή υπάρχει η παράδοση: Κάποιος Τουρκαλβανός ανεβαίνοντας στον μιναρέ του Τζαμιού Φετιχγιέ, στο φρούριο και παρατηρώντας την γύρω περιοχή, θαμβώθηκε από την αντανάκλαση του φωτός που προερχόταν από τους πολυποίκιλους τρούλους, που ήταν επάνω από τη στέγη του Ναού. Αγανάκτησε και έδωσε εντολή να τον ανατρέψουν. Έτσι ανακαινίσθηκε με απλή πλακόστρωτη στέγη, όπως είναι σήμερα, πάνω στους αρχαίους και μεσαιωνικούς τοίχους.

Λίγα λόγια για τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Ιωάσαφ Β΄του επονομαζόμενου Μεγαλοπρεπή , που συνδέεται το όνομά του με την εκκλησία. Ο Νικόλαος Ζιάγκας στο βιβλίο του <<Τουρκοκρατούμενη Ήπειρος>>, μας πληροφορεί: << Ο Πατέρας του Ιωάσαφ ήταν από την Κράψη Ιωαννίνων (χωριό πιο πάνω από τις Λογγάδες) και τον έλεγαν Νικόλαο και η μάνα του από την Αδρομίστα (Λογγάδες) και την έλεγαν Πανάγιω. Μεταξύ των άλλων ο Πατριάρχης έκτισε στη μνήμη των γονιών του την Καθολική Εκκλησία της Κράψης και την Καθολική Εκκλησία Παναγιά Αδρομίστας, στα ερείπια αρχαίας εκκλησίας, πάντα κατά τον Νικόλαο Ζιάγκα. Άρα η Εκκλησία προϋπήρχε.

Ο κυρίως ναός στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά του περιβάλλεται από μεταγενέστερη λίθινη κατασκευή, εν είδη κλειστού χαγιατιού. Στους χώρους αυτούς που δημιουργήθηκαν, υπάρχουν δύο παρεκκλήσια, του Αγίου Νικολάου στη βόρεια πλευρά και της Αγίας Φανερωμένης στη νότια.

Ωστόσο η σημερινή μορφή του μνημείου δεν προσφέρεται για μία τέτοια χρονολόγηση, καθώς έχει υποστεί διάφορες επεμβάσεις. Πρόκειται για μονόχωρο Ναό, μεγάλων διαστάσεων, με εγκάρσιες καμάρες που στηρίζονται σε παραστάδες. Επιγραφή εγχάρακτη σε στρογγυλό λίθο και εντοιχισμένη στον δυτικό εξωτερικό τοίχο του Ναού: ? ΕΜΕΡΕ/-ΜΕΤΙΣΘΗ Ε(ΤΕΙ), ζρλγ (=1624/5) μας πληροφορεί ότι ο Ναός επισκευάστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα.

Στο προαύλειο του ναού, στη βόρεια πλευρά σχηματίζεται αίθριο, που περιβάλλεται βόρεια και ανατολικά από σκεπαστή στοά.

Στις μακρές πλευρές του ναού υπάρχουν αντηρίδες, οι οποίες προστέθηκαν για στατικούς λόγους, καταστρέφοντας ωστόσο σε ορισμένα σημεία την τοιχοδομία τους και διαταράσσοντας την αισθητική ισορροπία των όψεών τους.

Η μορφή της στέγης του κυρίως ναού εξωτερικά είναι δίρριχτη. Η τοιχοδομία του, από τοπικό σχιστόλιθο, ακολουθεί ένα σύστημα τοιχοποιίας που ονομάζεται ψευδο- πλινθοπερίκλειστο (οι πλίνθοι δεν περιβάλλουν τους λίθους της τοιχοποιίας οριζόντια και κάθετα με κανονικότητα).

Στο εσωτερικό ο ναός καλύπτεται από μεταβυζαντινές τοιχογραφίες ενώ η ξύλινη οροφή του στολίζεται με ωραίο πολύχρωμο αβακωτό σχέδιο.

Οι τοιχογραφίες βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση διατήρησης και με πολλές επιζωγραφήσεις. Κάποιες ωστόσο, όπως η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στο νότιο τοίχο και οι μορφές των αγίων Παχωμίου και Ευθυμίου θα μπορούσαν να τοποθετηθούν τον 16ο αιώνα, περίοδο που μπορεί να συνδεθεί με τον Πατριάρχη Ιωάσαφ, που φέρεται από την παράδοση ότι χρηματοδότησε την αγιογράφηση του ναού.

Σύμφωνα με επιγραφή που δεν σώζεται πλέον, το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού κατασκευάστηκε το 1760, ενώ ακόμη νεώτερο, το 1895, είναι το ωραίο καμπαναριό του ναού με μονόλοβα ανοίγματα σε τρία επίπεδα.

Χιλιάδες άνθρωποι στο διάβα των αιώνων, έζησαν και λειτουργήθηκαν σ΄αυτή την Εκκλησία, που από μόνη της κάνει κουράγιο να στεριωθεί και μοιάζει βοήθεια να ζητά να κρατηθεί, όσο πιο πολύ μπορεί, για να μαρτυρεί στην τωρινή γενιά και στις άλλες που θα ΄ρθουν, ότι και εδώ υπήρξε Ελλάδα από πολύ παλιά και με την Πίστη την ορθή αντάμα πορεύτηκαν μέχρι τις μέρες τις δικές μας.